ΟΜΑΔΑ ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ

ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ Σ΄ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΖΕΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ... κάνε μια παύση στην ανία σου...

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 19, 2008

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Αναρτήθηκε από ΟΜΑΔΑ ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ

Τὸ ἐπ᾿ ἐμοί, ἐνόσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σοφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ´ ἔρωτος τὴν φύσιν, καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια Ἑλληνικὰ ἔθη. ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου· κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν οὐ μή σου μνησθῶ, ἐὰν μὴ προανατάξωμαί σοι ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου. (Ἀ.Π., Λαμπριάτικος Ψάλτης) Η ομαδα μας επισκεφτηκε το πανεμορφο νησι της Σκιαθου και μαζι με αυτο και το μουσειο του Αλεξανδρου Παπαδιαμαντη... ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο και Αγιος των γραμμάτων μας χαρακτηριζόμενος, γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου του 1851. Τέσσερις αδελφές κι ένας αδελφός θα είναι η μόνη περιουσία που θα κληρονομήσει από την φτωχή οικογένειά του. Με την αγωνία της Παιδείας ο ίδιος, αν και χωρίς τα μέσα να προχωρήσει, με δυσκολία θα τελειώσει το σχολείο, κι αμέσως μετά, το 1872, θα φύγει για το Αγιον Ορος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, αργότερα μοναχό Νήφωνα. Ο Παπαδιαμάντης μετά λίγους μήνες θα επιστρέψει στον κόσμο: δεν θεώρησε τον εαυτό του άξιο για το Σχήμα. Με την επιστροφή του, εγγράφεται στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία ποτέ δεν θα αποφοιτήσει. Βγάζει τα προς το ζην του πενιχρού υλικά βίου του προγυμνάζοντας μαθητές. Μόνος του θα μάθει αγγλικά και γαλλικά στα πρώτα χρόνια των σπουδών του. Φίλος και σύντροφός του σ' αυτά τα χρόνια ο λογοτέχνης εξάδελφός του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, αργότερα μοναχός. Ο Μωραϊτίδης θα τον φέρει σε επαφή με λογοτεχνικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους της εποχής, κι ο Παπαδιαμάντης θ' αρχίσει να βλέπει τα έργα του να δημοσιεύονται στον ''Ραμπαγά'', στον ''Νεολόγο'' της Κωνσταντινούπολης, στο ''Μη Χάνεσαι'' και στις εφημερίδες ''Εφημερίς'' και ''Ακρόπολις''. Γρήγορα οι συνεργασίες του με περιοδικά και εφημερίδες θα αυξηθούν, αλλά, βιοποριστικό του επάγγελμα θα γίνει η δημοσιογραφία κι οι μεταφράσεις. Οι προοπτικές φαίνονται μεγάλες για μια επιτυχή δημοσιογραφική και λογοτεχνική πορεία στην Πρωτεύουσα, όμως αυτό δεν συγκινεί τον ''κοσμοκαλόγερο'', τον μοναχικό και ταπεινό Παπαδιαμάντη. Οι μόνες ώρες που φαίνεται να χαίρεται στην Αθήνα είναι εκείνες που περνάει με τους απλούς καθημερινούς λαϊκούς ανθρώπους, κι εκείνες που ψάλλει στον Αγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι. Δεξιός ψάλτης ο Παπαδιαμάντης, αριστερός ο Μωραϊτίδης, κι ιερέας ο προσφάτως αγιοποιηθείς Αγ. Νικόλαος Πλανάς, ο βιώσας την Ταπείνωση. Πέρα από την δυσκολία του να προσαρμοστεί στην πρωτεύουσα, παθαίνει και ρευματισμούς στα χέρια , με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συνεχίσει τη δημοσιογραφική του εργασία. Χωρίς κανέναν οικονομικό πόρο θα επιστρέψει στη Σκιάθο όπου, άρρωστος, θα αφεθεί για λίγο στις φροντίδες των αδελφών του. Θα προειδεί τον θάνατό του, και την δυσκαταποσία των τελευταίων ωρών του, και θα ζητήσει να τον κοινωνήσει ο ιερέας της ενορίας του δύο μέρες πριν. Κοιμήθηκε στις 3 Ιανουαρίου του 1911. Το έργο του Παπαδιαμάντη μόλις πρόσφατα συγκεντρώθηκε ολόκληρο , χάρη στο μεράκι, την αγάπη και την κοπιώδη προσπάθεια του γνωστού Παπαδιαμαντιστή μας Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου, και του φιλολόγου Κου Μαυρόπουλου, ο οποίος ίδρυσε, μάλιστα, εκδοτικό Οίκο, τον Δόμο, ακριβώς για να φιλοξενήσει αυτή την προσπάθεια. Η συγκέντρωση του, διασκορπισμένου σε εφημερίδες και περιοδικά, έργου του, κράτησε χρόνια, όμως τα Απαντα του Παπαδιαμάντη είναι πιά μια πραγματικότητα, κι οι εκδόσεις Δόμος μπορούν να υπερηφανεύονται για τη σημαντικότατη αυτή κορωνίδα των . Παρ' όλη όμως την - μέχρι πρόσφατα - έλλειψη καταγραφής του έργου του, μυθιστορήματα και διηγήματα του Παπαδιαμάντη αποτελούσαν κι αποτελούν εκ των ουκ άνευ της παιδείας των Ελληνοπαίδων. Τα Χριστουγεννιάτικα διηγήματά του, ο Αμερικάνος,το Στο Χριστό στο Κάστρο,τα Πασχαλινά, ο Λαμπριάτικος ψάλτης, το Χωρίς στεφάνι, τα καταπληκτικά ψυχογραφικά μυθιστορήματά του σαν την Φόνισσα και τη Γυφτοπούλα, παρά την ιδιότυπη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο μέγας ταπεινός δημιουργός τους, έχουν προσφέρει αφειδώλευτα γεύση Ελλάδας σε όλους όσους στάθηκαν αρκετά τυχεροί ώστε να τον ''συναντήσουν'' στο δρόμο τους. Στὸ παρακάτω περιστατικὸ ποὺ ἀφηγεῖται ὁ Παῦλος Νιρβάνας ὅταν τράβηξε τὴν γνωστὴ φωτογραφία στὸν κυρ Ἀλέξανδρο, μποροῦμε νὰ διαγνώσουμε τὴν σεμνότητα τοῦ μεγάλου λογοτέχνη. «Σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου πλῆθος ἀσήμαντων «καλλιτεχνῶν» καὶ διανοουμένων περιφέρονται ἀπὸ κανάλι σὲ κανάλι καὶ ἀγωνιοῦν γιὰ μία φωτογράφηση καὶ μία συνεντευξούλα σὲ κάποιο περιοδικό, τὸ ἦθος τοῦ Παπαδιαμάντη μοιάζει ἐξωπραγματικό. Ὁ καημένος ὁ Ἀλέξανδρος! Καινούργιες ἀνησυχίες θὰ εἶχε πάλι ἡ ἀσκητική του ψυχὴ μὲ τὴ συρροὴ τόσων ξένων καὶ δικῶν μας μουσαφιρέων στὸ ταπεινό του σπιτάκι τοῦ ὡραίου νησιοῦ. Τὸν τρόμαζε τόσο πολὺ «ἡ περιέργεια τοῦ Κοινοῦ». *Εἶχα διηγηθεῖ ἄλλοτε τὴν ἀνησυχία του αὐτή, ὅταν πῆγα, κλέφτικα, μὲ χίλιες προφάσεις, νὰ τὸν φωτογραφίσω ἀπάνω στὸ καφενεδάκι τῆς Δεξαμενῆς. Δὲν ὑπῆρχε ὡς τότε φωτογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη. Καὶ συλλογιζόμουν ὅτι ἀπ᾿ τὴ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη μποροῦσε νὰ πεθάνει ὁ μεγάλος Σκιαθίτης, καὶ μαζί του νὰ σβύσει γιὰ πάντα ἡ ὁσία μορφή του. Καὶ πότε αὐτό; Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀσημότητα ποὺ νὰ μὴν ἔχει λάβει τὶς τιμὲς τοῦ φωτογραφικοῦ φακοῦ. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ μία τέτοια παράλειψη τῆς γενεᾶς μας σ᾿ ἐκείνους ποὺ θά'ρθουν κατόπι μας νὰ συνεχίσουν τὸ θαυμασμό μας γιὰ τὸν ἀπαράμιλλο λυρικὸ ψυχογράφο τῶν καλῶν καὶ τῶν ταπεινῶν καὶ τὸν ἁγνότατο ποιητὴ τῶν νησιώτικων γιαλῶν; Ἀλλὰ ὁ ἁγνὸς αὐτὸς χριστιανός, μὲ τὴ ψυχὴ τοῦ ἀναχωρητῆ, δὲν ἐννοοῦσε, μὲ κανένα τρόπο, νὰ ἐπιτρέψει στὸν ἑαυτό του μιὰ τέτοια εἰδωλολατρικὴ ματαιότητα. «Οὐ ποιήσεις σεαυτῶ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα» ἦταν ἡ ἄρνησή του καὶ ἡ ἀπολογία του. Ἀποφάσισα ὅμως νὰ πάρω τὴν ἁμαρτία του στὸ λαιμό μου. Ὁ Θεὸς καὶ ἡ μακαρία ψυχή του ἂς μοῦ συγχωρέσουν τὸ κρῖμα μου. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ὡραιότερους τίτλους ποὺ ἀναγνωρίζω στὴ ζωή μου, εἶναι ὅτι παρέδωκα στοὺς μεταγενέστερούς τη μορφὴ τοῦ Παπαδιαμάντη. Μὲ τί δόλια καὶ ἁμαρτωλὰ μέσα ἐπραγματοποίησα τὸν ἆθλο μου αὐτό, τὸ διηγήθηκα, ὅπως εἶπα, ἀλλοῦ. Ἐκεῖνο ποὺ μοῦ θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οἱ εὐλαβητικὲς γιορτὲς τῆς Σκιάθου, εἶναι ἡ ἀνησυχία του τὴ στιγμὴ ποὺ τὸν ἀποτράβηξα ὡς τὴν προσήλια γωνίτσα τοῦ μικροῦ καφενείου, γιὰ νὰ ποζάρει μπροστὰ στὸν φακό μου. Νὰ «ποζάρει» εἶναι ἕνας λεκτικὸς τρόπος. Εἶχε πάρει μόνος του τὴ φυσική του στάση ἀπάνω σὲ μιὰ πρόστυχη καρέκλα, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὸ στῆθος, μὲ τὸ κεφάλι σκυφτό, μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινοῦ ἁγίου, σὰν ξεσηκωμένη ἀπὸ κάποιο καπνισμένο παλιὸ τέμπλο ἐρημοκλησιοῦ τοῦ νησιοῦ του. Αὐτὴ δὲν ἦταν στάση γιὰ μία πεζὴ φωτογραφία. Ἦταν μία καλλιτεχνικὴ σύνθεση, καὶ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνα ἔργο τοῦ Πανσελήνου ἢ τοῦ Θεοτοκοπούλου. Ἀμφιβάλλω ἂν φωτογραφικὸς φακὸς ἔλαβε ποτὲ μιὰ τέτοια εὐτυχία. Ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν βιαστικὸς νὰ τελειώνουμε. Γιατί; Μοῦ τὸ ψιθύρισε, ἀνήσυχα στὸ αὐτί, καὶ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸν εἶχα ἀκούσει -οὔτε φαντάζομαι πῶς θὰ τὸν ἄκουσε ποτὲ κανένας ἄλλος- νὰ μιλεῖ γαλλικά: «Nous excitons la curiosité du public». Ἀκούσατε; Ἐρεθίζαμε τὴν περιέργειά του ...Κοινοῦ! Ποιοῦ Κοινοῦ; Δὲν ἦταν ἐκεῖ κοντά μας παρὰ ἕνα κοιμισμένο γκαρσόνι τοῦ καφενείου, ἕνας γεροντάκος ποὺ λιαζότανε στὴν ἄλλη γωνία τοῦ μαγαζιοῦ, καὶ δυὸ λουστράκια ποὺ παίζανε παράμερα. Αὐτὸ ἦταν τὸ Κοινό, ποὺ ἀνησυχοῦσε τὸν Παπαδιαμάντη ἡ «περιέργειά» του. Κι᾿ αὐτὴ ἦταν ἡ διαπόμπευσή του, ποὺ βιαζότανε νὰ τῆς δώσει ἕνα τέλος, Ἡ φιλία ἐνίκησε τὸ ζορμπαλίκι... μοῦ εἶπε -ἀντιγράφω τὰ ἴδια του τὰ λόγια- στὸ τέλος τοῦ μαρτυρίου του. Μήπως δὲν ἦταν, στ᾿ ἀλήθεια, μιὰ πραγματικὴ θυσία ποῦ εἶχε κάνει στὴ φιλία μου; Μιὰ θυσία τῆς ἁγιότητάς του στὴν εἰδωλολατρικὴ ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων. Καὶ συλλογίζομαι τώρα τὶς ἑκατοντάδες τῶν Γάλλων προσκυνητῶν τῆς ἑταιρείας Μπυντέ, καὶ τῶν δικῶν μας τοῦ «Ὁδοιπορικοῦ Συνδέσμου», ποὺ πέρασαν τὸ κατῶφλι τοῦ ταπεινοῦ του ἐρημητηρίου, ὅπου πλανᾶται τώρα ἡ σκιά του στὰ γνώριμα καὶ ἀγαπητά της κατατόπια τῆς ζωῆς του καὶ τῆς ἐργασίας του. Συλλογίζομαι τὴν παράταξη τῶν ναυτικῶν ἀγημάτων, ποὺ παρουσίασαν ὄπλα μπροστὰ στὸ μνημεῖο του. Συλλογίζομαι τὶς στολές, τὰ ξίφη, τὶς χρυσὲς ἐπωμίδες ποὺ ἔλαμπαν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο τοῦ νησιοῦ του, γιὰ τὴ δόξα του. Συλλογίζομαι τοὺς λόγους τῶν ἐπισήμων, τοὺς ἐθνικοὺς ὕμνους, τὰ στεφάνια τῆς δάφνης, τὶς πανηγυρικὲς κωδωνοκρουσίες, ποὺ ἔπλεξαν μὲ ἤχους καὶ χρώματα τὸ ἐγκώμιό του. Συλλογίζομαι ὅλα αὐτὸ τὸ δοξαστικὸ πανηγύρι, καὶ ἡ σκέψη μου πετάει στὸ «Κοινόν» του ἐρημικοῦ καφενείου τῆς Δεξαμενῆς <ἕνα γκαρσόνι, ἕνας γεροντάκος, δυὸ λουστράκια> ποὺ ἀνησυχοῦσε, τὴ μακρυνὴ ἐκείνη μέρα ὁ μακαρίτης μήπως «ἐρεθίση τὴν περιέργειά των». Τί ἀνησυχία θὰ εἶχε νοιώσει τώρα, στὰ βάθη τοῦ ταπεινοῦ τάφου ὅπου «ἀναπαύεται ἐν Χριστῷ» ὁ χριστιανὸς ποιητὴς τῶν ταπεινῶν, ἀπὸ τὸ δοξαστικὸ αὐτὸ θόρυβο; Καὶ πόσο θὰ βιαζότανε πάλι νὰ τελειώσει; Ἂν σάλεψαν, ἀπὸ μυστικὲς αὖρες, αὐτὴ τὴ στιγμή, τὰ κυπαρίσσια τοῦ τάφου του, ἕνας στεναγμὸς θὰ βγῆκε ἀπὸ τὸ θρόισμά τους. Ἕνας ἦχος, ποὺ θὰ ξαναψιθύριζε τὰ παλιά του ἐκεῖνα ἀνήσυχα καὶ τόσο συμπαθητικὰ λόγια, σὲ μία γλῶσσα ποὺ τὴν ἐννοοῦσαν τώρα, γιατὶ ἦταν δική τους, οἱ εὐλαβητικοὶ προσκυνητές του τῆς γαλλικῆς γῆς: «Nous excitons la curiosité du public». (Παῦλος Νιρβάνας, Νέα Ἑστία 1933, τεύχ. 163)

http://www.phys.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/alexandros_papadiamantis/

0 ΧΡΟΝΟΠΛΗΚΤΟΙ:

Blog Widget by LinkWithin

Τα πάντα ρει...

Βαδίζοντας σε διάφορες περιοχές διαπιστώνεις πως ότι βλέπεις είναι μοναδικό ! Από τη μια στιγμή στην άλλη αυτή η εικόνα έχει περάσει στο παρελθόν ,τίποτα δεν παραμένει ίδιο , για χίλιους λόγους όταν θα ξαναπεράσεις από το ίδιο μέρος τίποτα πλέον δεν θα είναι ίδιο και ο λόγος...ο άνθρωπος... αυτός, καταστρέφει τα πάντα...